Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



φουστάνι, τό


Ερμηνεία:

φουστάνι, τό [γεν. του φουστανιού, πλ. τα φουστάνια, των φουστανιών][γυναικείο ένδυμα με ή χωρίς μανίκια που το μήκος του φτάνει σε μήκος, ανάλογα με το συρμό της κάθε εποχής, μέχρι τους αστραγάλους ή το γόνατο ή και πιο πάνω μέχρι τους μηρούς]  



Ετυμολογία:

[Μεσαιων. < Ιταλ. fustagno (τραχύ και ανθεκτικό βαμβακερό ύφασμα) < Mεσαιων. Λατιν. . fustaneum (είδος τραχέος υφάσματος < Λατιν. fustis (σκυτάλη)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... ἐκεῖ εἰς τὰς νήσους τὴν φέρουσαν λευκὸν κολόβιον, ἢ φουστάνι νευ χειρίδων.…[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: